Απόπειρα ποίησης

0

 

 

 

 

Η ΒΑΡΚΑ ΜΟΥ

Εμαστόρευα μια βάρκα

πάνω στην ακρογιαλιά

και σκεφτόμουνα κατάρτια

και πολύχρωμα πανιά.

 

Να την βλέπω να σαλπάρει

ονειρευόμουνα δειλά

με εμένα μόνο μέσα

και παρέα δυο κουπιά.

 

Οπως δούλευα μια μέρα

σταματά περαστικός

“θέλω κι εγώ μια” μου λέει

οπως είδα, βιαστικός.

 

“Φυσικά”, του απαντάω

“Αυτή είναι η δουλειά μου.

Φτιάχνω βάρκες για να ζήσω

και εγώ και τα παιδιά μου”

 

“Εκτακτα!” χαμογελάει

“Ακου τώρα τι ζητάω:.

Θέλω να’ναι με κατάρτια

να μπορώ να την πετάω”

 

“Θα πετάει”, του απαντάω

“Ολα είναι στα πανιά”

“Δεν κατάλαβες”, μου λέει

“Τα κατάρτια με φτερά!”

 

Δίστασα για λίγο χρόνο

και τον ρώτησα ξανά:

“Πως να μπουν φτερά στη βάρκα,

πάει μόνο με πανιά”.

 

“Ακου και τι άλλο θέλω”,

είπε δίχως να διστάσει.

“Να’χει δυο πυραύλους μάχης

και μια ελικοπτέρου βάση”

 

Πριν προλάβω να απαντήσω,

εσυνέχισε γοργά:

“Θελω γήπεδο του τένις

και ένα πιάνο με ουρά”

 

“Θελω να έχει μια κεραία

για να βλέπω σινεμά

και ενα..οχι, δυο κοτέτσια

για να τρώω φρέσκα αυγά”

 

“Θέλω να έχει πέντε ρόδες

για να έχει φωτισμό

και σαραντατρεις λεβιέδες

να πατάω για ρουχισμό”

 

“Οταν την ελλιμενίζω

να ανοίγει εις τα δυο

και να βγαίνει από μέσα

ένα σουβλατζίδικο”

 

“Μα καλά”, του απαντάω,

“Πώς θα γίνουν όλα αυτά;

Εγώ μόνο βάρκες φτιάχνω,

και εσύ θέλεις θαύματα!”

 

“Εσύ δεν είσαι ο τεχνίτης;”

Λέει υπεροπτικά

“Βρες λοιπόν εσύ τον τρόπο,

εγώ δίνω τα λεφτά”

 

“Και μια και το αναφέρεις,

τι θα δώσεις για όλα αυτά;”

Τον ρωτάω με απορία

και γεμάτος ερωτήματα.

 

“Εκατό ευρώ θα δώσω

και σου είναι και πολλά.

Θα τα πάρεις σε έξι μήνες

σε έξι δόσεις άτοκα”

 

“Μα αυτό είναι κοροιδία!”

Του φωνάζω οργισμένος.

“Τόσα πράγματα θα φτιάξω

και θα βγω ζημιωμένος!”

 

“Αν δεν θέλεις δεν πειράζει,

ο τεχνίτης παραδίπλα

όλα λέει θα τα κάνει

με πενήντα και μια δίπλα”

 

“Οχι, όχι”, του φωνάζω,

“Θα τη φτιάξω με τη μια!

Πότε θέλεις να την έχεις;

Κανα δίμηνο καλά;”

 

“Για μεθαύριο τη θέλω,

είναι το deadline Τετάρτη.

Ξέρω, είναι ζορισμένο

και γι’αυτό να βάλεις πλάτη”.

 

Αρνήθηκα ευγενικά,

και συνέχισα τη δουλειά.

Δεν ήθελα να ασχοληθώ με αυτό,

τον έστειλα στον τεχνίτη το διπλανό.

Νέα του δεν άκουσα ξανά

για χρόνια πολλα, πάρα πολλά.

Ωσπου μια μέρα στις ειδήσεις

άκουσα ότι τον βρήκαν σε ερημονήσι.

 

Προφανώς ο άλλος τεχνίτης

έφτιαξε τη βάρκα τσάτρα-πάτρα.

Ετσι, ξεκίνησε για Ιταλία

και κατέληξε Σουμάτρα.

 

Μου ήρθε ξανά γονυπετής

να ζητήσει επισκευή

πήρα εκατό χιλιάδες

και κάνω τώρα μεγάλη ζωή.

 

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ:

Δεν ξέρω να γράφω ποιήματα.

 

 

Σχόλια (5) -